Πέλειαν

Πέλειαν
Πελείης
masc acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πέλειαν — πέλεια dove fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • οιμάω — οἰμάω (Α) (ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.) 1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώ («κίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”